καταθυμίως

καταθυμίως
καταθῡμίως , καταθύμιος
in the mind
adverbial
καταθῡμίως , καταθύμιος
in the mind
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταθύμιος — α, ο (AM καταθύμιος, ία, ιον) αυτός που είναι σύμφωνος με την επιθυμία κάποιου, επιθυμητός, ευχάριστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταθύμιον η επιθυμία αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στον νου, στους στοχασμούς κάποιου 2. αυτός που μπαίνει στην καρδιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”